- κρεισσότεκνος
- κρεισσότεκνος, -ον (Α)αυτός που είναι πιο αγαπητός σε κάποιον κι από τα ίδια τα παιδιά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρείσσων + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. εύ-τεκνος, πολύ-τεκνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεισσοτέκνων — κρεισσότεκνος dearer than children masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρείσσων — και κρείττων, ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, ον, δωρ. τ. κάρρων, ον, κρητ. τ κάρτων, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ ἄπορον», Πίνδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή… … Dictionary of Greek